- ὀλιγοφιλία
- ὀλιγοφιλίᾱ , ὀλιγοφιλίαfewness of friendsfem nom/voc/acc dualὀλιγοφιλίᾱ , ὀλιγοφιλίαfewness of friendsfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγοφιλία — ὀλιγοφιλία, ἡ (Α) το να έχει κάποιος λίγους φίλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό) (βλ. λ. λιγο ) + φιλία (< φιλος < φίλος)] … Dictionary of Greek
ὀλιγοφιλίαν — ὀλιγοφιλίᾱν , ὀλιγοφιλία fewness of friends fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek